- ὠία
- ὠίᾱ , ᾤαsheepskinfem nom/voc/acc dualὠίᾱ , ᾤαsheepskinfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωΐα — και ὤια, ἡ, Α βλ. ώα … Dictionary of Greek
ὠιά — ᾠόν egg neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤια — ᾤᾱ , οἰάω imperf ind act 3rd sg ᾦον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… … Dictionary of Greek
ούγια — και γούια και νούγια, η παρυφή υφάσματος, άκρη πανιού στην οποία αναγράφεται συνήθως αποτυπωμένη ή υφασμένη η προέλευση και η σύστασή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οὔϊα < οὔα < αρχ. ᾤα, ασυναίρ. ὠΐα «προβιά» (< ὄϊς «πρόβατο»). Ο τ. νούγια έχει … Dictionary of Greek